- προισχομένους
- προισχομένους , προίσχωhold beforepres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προΐσχω — Α 1. (για παιδιά που έπαιζαν το παιχνίδι ποσίνδα) κρατώ προς τα εμπρός 2. μέσ. προΐσχομαι α) τεντώνω προς τα εμπρός κάτι για υπεράσπισή μου («χεῑρας προϊσχομένους», Θουκ.) β) κρατώ ενώπιον κάποιου γ) προεξέχω δ) μτφ. προφασίζομαι («καὶ ξυγγένειαν … Dictionary of Greek